user | |
gen. | χειριστής |
commun. | χρήστης; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού |
comp., MS | χρήστης |
users | |
commun. | χρήστης |
breakdown | |
gen. | αποσυναρμολόγηση; χρόνος αποσυναρμολόγησης |
commun. | εξαναγκασμένη απόλυση |
earth.sc. mech.eng. | αβαρία |
el. | διακοπή; κατάρρευση |
forestr. | ζημία |
mech.eng. el. | δοκιμή μεγίστης ροπής |
structure | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
met. | δομή υλικού; ιστός |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
| |||
χειριστής m | |||
χρήστης m; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού | |||
χρήστης m (A person who uses a computer) | |||
| |||
χρήστης m | |||
χρήστες m | |||
English thesaurus | |||
| |||
The individual or organization that will operate the equipment | |||
| |||
U | |||
| |||
Unmanned Space Experiment Recovery System | |||
| |||
U | |||
| |||
under size; under steer; underselling | |||
life information service | |||
User segment |
User : 648 phrases in 31 subjects |