user | |
gen. | χειριστής |
commun. | χρήστης; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού |
comp., MS | χρήστης |
users | |
commun. | χρήστης |
network | |
chem. | πλέγμα |
commun. | δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών |
comp., MS | δίκτυο |
el. | δίκτυο; ηλεκτρικό δίκτυο |
IT | τηλεπικοινωνιακό δίκτυο |
| |||
χειριστής m | |||
χρήστης m; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού | |||
χρήστης m (A person who uses a computer) | |||
| |||
χρήστης m | |||
χρήστες m | |||
English thesaurus | |||
| |||
The individual or organization that will operate the equipment | |||
| |||
U | |||
| |||
Unmanned Space Experiment Recovery System | |||
| |||
U |
USErs : 643 phrases in 31 subjects |