testability | |
gen. | δυνατότητα πραγματοποίησης δοκιμών |
IT | δυνατότητα δοκιμής |
Analysis | |
gen. | Ανάλυση |
analysis | |
environ. | ανάλυση |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
market. | λεπτομερής λογιστική ανάλυση |
med. | ψυχανάλυση; ανάλυση; ψυχολογική |
pharma. environ. | δοκιμασία/ανάλυση |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
optimization | |
comp., MS | βελτιστοποίηση |
| |||
δυνατότητα πραγματοποίησης δοκιμών | |||
δυνατότητα δοκιμής | |||
δυνατότητα δοκιμασίας |