subscriber abbr. | |
comp., MS | συνδρομητής |
fin. econ. | συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος |
fin. tech. | πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος |
law commun. IT | πελάτης |
identity abbr. | |
commun. | αναγνωριστική μονάδα; κώδικας ταυτότητας |
comp., MS | ταυτότητα |
immigr. | δελτία ταυτότητας |
module abbr. | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
συνδρομητής m (A person who has indicated his or her desire to be on a mailing list) | |||
συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος | |||
πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος | |||
πελάτης m | |||
συνδρομητής m | |||
English thesaurus | |||
| |||
S |
Subscriber : 280 phrases in 11 subjects |
Communications | 223 |
Economics | 1 |
Electronics | 2 |
Finances | 2 |
General | 2 |
Information technology | 36 |
Law | 1 |
Marketing | 2 |
Microsoft | 6 |
Statistics | 4 |
Technology | 1 |