subject | |
gen. | υποβάλλω σε; υποκείμενη; υποκείμενο; υποκείμενος |
ed. | σχολικό μάθημα |
environ. | θέμα; θέμα |
pharma. | συμμετέχων σε κλινική δοκιμή; συμμετέχων |
object | |
commun. IT | αφηρημένο αντικείμενο |
comp., MS | αντικείμενο |
econ. | σκοποί κατανάλωσης |
fin. commun. IT | αντικείμενο; αντικείμενο ενδιαφέροντος |
IT | γνώση του κόσμου; γεγονός; γνώση πραγματικού κόσμου |
IT dat.proc. | συνάφεια |
lab.law. mech.eng. | προϊόν εργασίας |
metaphysics | |
gen. | μεταφυσική |
| |||
υποβάλλω σε; υποκείμενη; υποκείμενο n; υποκείμενος | |||
σχολικό μάθημα | |||
θέμα n | |||
συμμετέχων σε κλινική δοκιμή; συμμετέχων n | |||
| |||
μαθήματα n | |||
| |||
θέμα n | |||
English thesaurus | |||
| |||
sub. (Vosoni); subj. (Vosoni) | |||
s |
Subject : 225 phrases in 35 subjects |