subject | |
gen. | υποβάλλω σε; υποκείμενη; υποκείμενο; υποκείμενος |
ed. | σχολικό μάθημα |
environ. | θέμα; θέμα |
pharma. | συμμετέχων σε κλινική δοκιμή; συμμετέχων |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
υποβάλλω σε; υποκείμενη; υποκείμενο m; υποκείμενος | |||
σχολικό μάθημα | |||
θέμα f | |||
συμμετέχων σε κλινική δοκιμή; συμμετέχων f | |||
| |||
μαθήματα f | |||
| |||
θέμα f | |||
English thesaurus | |||
| |||
sub. (Vosoni); subj. (Vosoni) | |||
s |
Subject : 226 phrases in 35 subjects |