structural | |
gen. | διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός |
med. | δομικός |
network analysis | |
econ. lab.law. | ανάλυση κρίσιμης διαδρομής ανάλυση δικτύου |
el. | ανάλυση δικτύου |
program | |
comp., MS | πρόγραμμα |
IT tech. | προγραμματίζω |
med. | ρουτίνα; πρόγραμμα |
| |||
διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός | |||
δομικός | |||
δομιστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
struc |
Structural : 343 phrases in 38 subjects |