structural | |
gen. | διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός |
med. | δομικός |
model | |
gen. | πρότυπο,υπόδειγμα |
astronaut. transp. | tύπος |
cultur. | μακέττα; πρόπλασμα |
IT | μοντέλο δεδομένων; μοντέλο περιεχομένου |
med. | μοντέλο |
met. mech.eng. | καλούπι; πρότυπο |
| |||
διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός | |||
δομικός | |||
δομιστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
struc |
Structural : 343 phrases in 38 subjects |