statutory | |
gen. | καταστατική; καταστατικό; καταστατικός |
Operation Manual | |
transp. avia. | εγχειρίδιο τεχνικής εκμετάλλευσης |
operation manual | |
transp. avia. | εγχειρίδιο τεχνικής εκμετάλλευσης |
operations manual | |
commun. IT | εγχειρίδιο χειρισμού |
transp. | εγχειρίδιο λειτουργίας |
| |||
καταστατική; καταστατικό; καταστατικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Relating to a statute; created, defined, or required by a statute |
Statutory : 103 phrases in 23 subjects |