statistical | |
gen. | στατιστική; στατιστικό |
med. | στατιστικός |
Programme Committee | |
R&D. UN | Επιτροπή του Προγράμματος |
| |||
στατιστική; στατιστικό | |||
στατιστικός | |||
στατιστικός τρόπος μεταφοράς | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat | |||
st |
Statistical : 281 phrases in 27 subjects |