specification | |
gen. | προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός |
econ. account. | ειδικότητα; ειδικότητα των πιστώσεων |
med. | προδιαγραφή |
specifications | |
gen. | συγγραφή υποχρεώσεων |
| |||
προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός m | |||
ειδικότητα f; ειδικότητα των πιστώσεων | |||
προδιαγραφή f | |||
| |||
συγγραφή υποχρεώσεων | |||
κύρια τεχνικά χαρακτηριστικά | |||
English thesaurus | |||
| |||
spec | |||
| |||
spec. | |||
specif. |
Specification : 181 phrases in 26 subjects |