specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
area | |
gen. | περιφέρεια |
chem. | εμβαδόν κορυφής |
comp., MS | περιοχή |
IT | περιοχή σχήματος |
med. | έκταση; περιοχή |
met. construct. | εμβαδόν; επιφάνεια; περιοχή επιφάνειας |
Messaging | |
comp., MS | Μηνύματα |
messaging | |
commun. IT | ανταλλαγή μηνυμάτων |
encode | |
comp., MS | κωδικοποιώ |
IT | κωδικοποιώ |
encoding | |
comp., MS | κωδικοποίηση; κωδικοποίηση |
| |||
συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο | |||
ειδικός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
Specific : 706 phrases in 55 subjects |