social security | |
econ. | κοινωνική ασφάλιση |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
κοινωνική ασφάλιση | |||
κοινωνική ασφάλεια | |||
English thesaurus | |||
| |||
Soc Sec; SS |
Social Security : 184 phrases in 17 subjects |