small | |
gen. | μικρή; μικρό; μικρός |
smalls | |
market. transp. | εμπορεύματα τμηματικών αποστολών |
peripheral | |
comp., MS | περιφερειακή συσκευή |
econ. | περιφερειακή μονάδα |
IT dat.proc. | περιφερειακή συσκευή; περιφερειακό |
med. | περιφερικός; περιφερειακός; περιμετρικός |
peripherals | |
IT el. | περιφερειακές |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
εμπορεύματα τμηματικών αποστολών | |||
λεπτά n | |||
| |||
μικρή; μικρό; μικρός | |||
English thesaurus | |||
| |||
sm. | |||
| |||
selenium diode matrix alloy logic |
Small : 681 phrases in 49 subjects |