code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
English thesaurus | |||
| |||
Société Interprofessionelle pour la Compensation des Valeurs Mobilières |
Sicovam : 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |