scientific | |
gen. | επιστημονική; επιστημονικό; επιστημονικός |
observation | |
environ. | βόλιση όζοντος; μέτρηση όζοντος; παρατήρηση όζοντος |
med. | παρατήρηση; παρακολούθηση; επιτήρησις; παρακολούθησις |
observations | |
gen. | παρακoλoυθήσεις |
program | |
comp., MS | πρόγραμμα |
IT tech. | προγραμματίζω |
med. | ρουτίνα; πρόγραμμα |
| |||
επιστημονική; επιστημονικό; επιστημονικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
sc; sci; scient |
Scientific : 327 phrases in 35 subjects |