scientific | |
gen. | επιστημονική; επιστημονικό; επιστημονικός |
instrument | |
gen. | αυτόνομη πράξη |
comp., MS | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
law | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
med. | όργανο; εργαλείο |
transp. | εξοπλίζω δι'οργάνων |
module | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
επιστημονική; επιστημονικό; επιστημονικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
sc; sci; scient |
Scientific : 329 phrases in 35 subjects |