Options abbr. | |
comp., MS | επιλογές; Επιλογές |
option abbr. | |
gen. | προαίρεση; επιλογή; εκδοχή |
fin. | δικαίωμα προαίρεσης; χρηματοοικονομικά δικαιώματα; οψιόν |
law | διακριτική ευχέρεια |
options abbr. | |
account. | προαιρετικά δικαιώματα |
assessment abbr. | |
gen. | αξιολόγηση |
account. | απoτίμηση |
econ. | έλεγχος των γνώσεων |
environ. | αποτίμηση; αξιολόγηση; εκτίμηση |
forestr. | Απογραφή του δάσους |
law fin. | καθορισμός φόρου |
med. | καθορισμός; εκτίμηση |
English thesaurus | |||
| |||
S&T (ssn); S/T (ssn) | |||
| |||
SAT (Interex) |
Science and Technology : 52 phrases in 15 subjects |