scheme | |
comp., MS | συνδυασμός |
forestr. | πρόγραμμα |
IT chem. met. | σύστημα χρώσης |
of | |
gen. | από |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
enforcement | |
gen. | συμμόρφωση |
environ. | επιβολή; εκτέλεση; εφαρμογή; συμμόρφωση |
law | εφαρμογή |
law environ. | αvαγκαστική εκτέλεση; επιβολή/ εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή |
polit. law | αναγκαστική εκτέλεση |
| |||
συνδυασμός m (A predefined set of harmonized colors that you can apply to text and objects. Text and objects with an applied scheme color will change automatically when you switch to a new color scheme or modify the current color scheme) | |||
σύστημα χρώσης | |||
σχήμα n; σχέδιο n | |||
| |||
πρόγραμμα n (εργασίας) |
Scheme : 669 phrases in 54 subjects |