Injection abbr. | |
gen. | Ενέσιμο |
injection abbr. | |
chem. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
med. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
SQL : 15 phrases in 2 subjects |
Information technology | 2 |
Microsoft | 13 |