rich abbr. | |
gen. | πλούσια; πλούσιο; πλούσιος |
agric. | πλούσιος σε γεύση; με πλούσια γεύση |
module abbr. | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
πλούσια; πλούσιο; πλούσιος | |||
πλούσιος σε γεύση; με πλούσια γεύση | |||
εμπλουτισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Retards I Can't Handle | |||
Responsibility Integrity Caring And Honesty | |||
Richmond | |||
The Ridings Investment Club Holdings | |||
| |||
Richmond |
Rich : 50 phrases in 17 subjects |