relative | |
gen. | σχετική; σχετικό; σχετικός |
law social.sc. | συγγενής |
med. | συγγενικός |
stat. | λόγος |
strength | |
gen. | αντοχή |
chem. | χρωστική δύναμη |
earth.sc. | μέγιστη ροή απλής ηχητικής πηγής,; αντίσταση υλικού; ολικό φορτίο θραύσης |
food.ind. | τίτλος |
industr. construct. | αντοχή; αντίσταση |
med. | ισχύς |
met. | δραστικότητα εγκλεισμάτων αλάτων |
| |||
σχετική; σχετικό; σχετικός | |||
| |||
συγγενείς m | |||
| |||
συγγενής | |||
συγγενικός | |||
λόγος | |||
English thesaurus | |||
| |||
rare | |||
rel. |
Relative : 304 phrases in 35 subjects |