relative | |
gen. | σχετική; σχετικό; σχετικός |
law social.sc. | συγγενής |
med. | συγγενικός |
stat. | λόγος |
efficiency | |
agric. construct. | αρδευτική αποδοτικότητα |
coal. | ωφέλιμο έργο |
el. | απόδοση φορτίου; βαθμός απόδοσης |
fin. | απόδοση |
IT dat.proc. | επάρκεια λειτουργίας |
mech.eng. | απόδοση εργασίας |
med. | επάρκεια; αποδοτικότητα |
met. | συντελεστής απόδοσης |
| |||
σχετική; σχετικό; σχετικός | |||
| |||
συγγενείς m | |||
| |||
συγγενής | |||
συγγενικός | |||
λόγος | |||
English thesaurus | |||
| |||
rare | |||
rel. |
Relative : 304 phrases in 35 subjects |