regional | |
med. | περιφερειακός; επιχώριος; τοπικός; τμηματικός |
economic integration | |
econ. | οικονομική ολοκλήρωση |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
Development Committee | |
fin. UN | Επιτροπή Ανάπτυξης |
| |||
περιφερειακός; επιχώριος; τοπικός; τμηματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
R |
Regional : 597 phrases in 46 subjects |