recorder | |
gen. | μηχάνημα εγγραφής |
cultur. | πλαγίαυλος; φλάουτο |
el. | καταγραφικό όργανο |
| |||
μηχάνημα εγγραφής | |||
πλαγίαυλος m; φλάουτο n | |||
καταγραφικό όργανο | |||
καταγραφέας m; καταγραφικό | |||
English thesaurus | |||
| |||
.rec (file name extension) | |||
| |||
RCDG; RCDR |
Recorder : 259 phrases in 22 subjects |