random | |
gen. | τυχαία |
forestr. | τυχαία πτώση |
med. | τυχαίος |
early detection | |
health. | πρώιμη ανίχνευση; έγκαιρη ανίχνευση; έγκαιρη διάγνωση; διάγνωση σε πρώτο στάδιο της νόσου; διάγνωση στο πρώτο στάδιο της νόσου |
| |||
τυχαία πτώση | |||
τυχαίος m | |||
τυχαίο m; τυχαιότητα f | |||
| |||
τυχαία |
Random : 298 phrases in 29 subjects |