promise | |
gen. | υπόσχεση; υπόσχομαι |
array | |
gen. | παράταξη |
comp., MS | πίνακας |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
management | |
cultur. | ανέβασμα έργου; σκηνοθεσία |
econ. | διαχείριση |
environ. | διαχείριση/διοίκηση/διεύθυνση/διοικητική |
fin. empl. | διοίκηση των επιχειρήσεων |
insur. | η διοίκηση; το μάνατζμεντ |
lab.law. | μάνατζμεντ |
law | διοικητικό προσωπικό επιχειρήσεων |
law econ. | διοίκηση |
| |||
υπόσχεση; υπόσχομαι |
Promise : 3 phrases in 3 subjects |
Marketing | 1 |
Metallurgy | 1 |
Procedural law | 1 |