proactive | |
gen. | προδραστικός; προορατικός; πρωτόβουλος; πρόβουλος |
scanner | |
gen. | ανιχνευτής |
commun. | κεραία σάρωσης; κεραία |
commun. industr. construct. | ανακλαστήρας ραντάρ; περιστρεφόμενο σύστημα κεραίας |
commun. IT | εξερευνητικός σαρωτής |
comp., MS | σαρωτής |
el. | βάση στήριξης περιστρεφόμενης κεραίας |
IT | ηλεκτρονικός σαρωτής |
| |||
προδραστικός; προορατικός; πρωτόβουλος; πρόβουλος |
Proactive : 4 phrases in 4 subjects |
General | 1 |
Law | 1 |
Microsoft | 1 |
Natural sciences | 1 |