proactive | |
gen. | προδραστικός; προορατικός; πρωτόβουλος; πρόβουλος |
automated management | |
IT tech. | Μάνατζμεντ με την βοήθεια υπολογιστή |
| |||
προδραστικός; προορατικός; πρωτόβουλος; πρόβουλος |
Proactive : 4 phrases in 4 subjects |
General | 1 |
Law | 1 |
Microsoft | 1 |
Natural sciences | 1 |