preparatory action | |
fin. | προπαρασκευαστική ενέργεια |
in | |
gen. | μέσα; σε |
the | |
gen. | ή |
language engineering | |
gen. | γλωσσική τεχνολογία |
field | |
agric. | χωράφι; αγρός παραγωγής; τμήμα γης; εξοπλισμός που χρησιμοποιείται στους αγρούς |
commun. | πεδίο μορφοτύπου; πλαίσιο |
comp., MS | πεδίο |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
med. | πεδίο |
| |||
προπαρασκευαστική ενέργεια |
Preparatory actions : 2 phrases in 2 subjects |
General | 1 |
Immigration and citizenship | 1 |