portable | |
gen. | φορητή; φορητό; φορητός |
authentication | |
gen. | επικύρωση |
commun. IT | επαλήθευση; επιβεβαίωση γνησιότητας |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας |
module | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
φορητή; φορητό; φορητός | |||
φορητός υπολογιστής | |||
English thesaurus | |||
| |||
p | |||
prtl; ptbl |
Portable : 203 phrases in 27 subjects |