Port State Control | |
transp. | έλεγχος από το κράτος του λιμένα; έλεγχος του κράτους του λιμένα; έλεγχος των πλοίων από το κράτος του λιμένα |
Officer | |
gen. | αξιωματικός |
med. | Υπεύθυνος |
social.sc. | Αξιωματούχος |
officer | |
cust. | τελωνειακός |
law min.prod. | αξιωματούχος |
Port State Control : 15 phrases in 1 subject |
Transport | 15 |