political | |
gen. | πολιτική; πολιτικό; πολιτικός |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
Security Committee | |
gen. | Επιτροπή Ασφαλείας |
law | επιτροπή ασφάλειας |
obs. | Επιτροπή Ασφαλείας "Ομάδες Διαπίστευσης Ασφαλείας "; Επιτροπή Ασφάλειας |
polit. | Επιτροπή Ασφαλείας |
| |||
πολιτική f; πολιτικό m; πολιτικός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
pltc; pol; polit |
Political : 235 phrases in 19 subjects |