platform | |
gen. | σκηνή |
agric. | εξέδρα μεταφοράς δίσκων με φυτά; μεταφορέας δίσκων; μεταφορική τράπεζα; τράπεζα θερισμού |
comp., MS | πλατφόρμα |
mater.sc. mech.eng. | ράμπα φόρτωσης |
mech.eng. | πλατφόρμα χειρισμού |
transp. | κρηπίδωμα |
server role | |
comp., MS | ρόλος διακομιστή |
| |||
σκηνή f | |||
ράμπα φόρτωσης | |||
| |||
εξέδρα μεταφοράς δίσκων με φυτά; μεταφορέας δίσκων; μεταφορική τράπεζα; τράπεζα θερισμού | |||
πλατφόρμα m (The foundation technology of a computer system, normally the type of computer and/or operating system being used) | |||
πλατφόρμα χειρισμού | |||
κρηπίδωμα n | |||
αποβάθρα f; εξέδρα f | |||
ποδοστάτης m | |||
English thesaurus | |||
| |||
pfm; plat; platf | |||
Rack on which the materiel to be airdropped can be attached. (FRA) | |||
| |||
P |
Platform : 425 phrases in 38 subjects |