Personal | |
comp., MS | Προσωπικό |
subscriber | |
comp., MS | συνδρομητής |
fin. econ. | συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος |
fin. tech. | πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος |
law commun. IT | πελάτης |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
προσωπική; προσωπικό; προσωπικός | |||
| |||
Προσωπικό (A privacy relationship setting that allows the most amount of information to be viewed) |
Personal : 350 phrases in 47 subjects |