Personal | |
comp., MS | Προσωπικό |
Computer | |
comp., MS | Υπολογιστής |
computer | |
econ. | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
IT | υπολογιστής; ηλεχτρονικός υπολογιστής |
IT tech. | υπολογιστής αποθηκευμένου προγράμματος |
| |||
προσωπική; προσωπικό; προσωπικός | |||
| |||
Προσωπικό (A privacy relationship setting that allows the most amount of information to be viewed) |
Personal : 352 phrases in 47 subjects |