partnership | |
gen. | πνεύμα συνεργασίας; εταιρική σχέση |
busin. labor.org. | ομόρρυθμος εταιρεία; πρωσωπική εταιρία |
comp., MS | συνεργασία |
econ. | ομόρρυθμη εταιρεία |
fin. | εταιρία υπό συλλογικό όνομα |
law econ. | προσωπική εταιρεία |
market. | συνεταιρικές σχέσεις |
market. industr. construct. | σύμπραξη |
for | |
gen. | για |
democracy | |
econ. | δημοκρατία |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
development | |
gen. | ανάπτυξις θέματος |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
life.sc. | ενίσχυση |
med. | ανάπτυξη; πορεία της νόσου |
nat.sc. agric. | εξέλιξη |
tech. mech.eng. | ρύθμιση; προσαρμογή |
in | |
gen. | μέσα; σε |
Central America | |
econ. | Κεντρική Αμερική |
| |||
πνεύμα συνεργασίας; εταιρική σχέση | |||
ομόρρυθμος εταιρεία; πρωσωπική εταιρία | |||
συνεργασία f (The set of rules on a computer and a portable device that allow digital media files and other information to be synchronized) | |||
ομόρρυθμη εταιρεία | |||
εταιρία υπό συλλογικό όνομα | |||
προσωπική εταιρεία | |||
συνεταιρικές σχέσεις | |||
σύμπραξη f; κοινοπραξία f | |||
| |||
προσωπικές εταιρείες | |||
English thesaurus | |||
| |||
part | |||
| |||
P |
Partnership : 232 phrases in 29 subjects |