partnership | |
gen. | πνεύμα συνεργασίας; εταιρική σχέση |
busin. labor.org. | ομόρρυθμος εταιρεία; πρωσωπική εταιρία |
comp., MS | συνεργασία |
econ. | ομόρρυθμη εταιρεία |
fin. | εταιρία υπό συλλογικό όνομα |
law econ. | προσωπική εταιρεία |
market. | συνεταιρικές σχέσεις |
market. industr. construct. | σύμπραξη |
for | |
gen. | για |
advance | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
computing | |
econ. IT | υπολογισμός |
in | |
gen. | μέσα; σε |
Europe | |
econ. | Ευρώπη |
environ. | Ευρώπη |
| |||
πνεύμα συνεργασίας; εταιρική σχέση | |||
ομόρρυθμος εταιρεία; πρωσωπική εταιρία | |||
συνεργασία f (The set of rules on a computer and a portable device that allow digital media files and other information to be synchronized) | |||
ομόρρυθμη εταιρεία | |||
εταιρία υπό συλλογικό όνομα | |||
προσωπική εταιρεία | |||
συνεταιρικές σχέσεις | |||
σύμπραξη f; κοινοπραξία f | |||
| |||
προσωπικές εταιρείες | |||
English thesaurus | |||
| |||
part | |||
| |||
P |
Partnership : 232 phrases in 29 subjects |