| |||
Υπερφόρτιση | |||
υπερφόρτωση (Declare at least two versions of a method that have the same name but different signatures) | |||
επιφόρτηση | |||
υπερφόρτωση; υπερφόρτιση; υπερφορτώνω υπερφόρτωσα; υπερφορτίζω υπερφόρτισα | |||
| |||
υπερβολική αύξηση φορτίου; υπερφόρτιση | |||
υπερφορτώνω | |||
| |||
βαθμός συμφόρησης | |||
υπερφόρτισις | |||
υπερφόρτωση | |||
υπερ-φόρτωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
ovld |
Overload : 72 phrases in 15 subjects |