optical | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
network | |
chem. | πλέγμα |
commun. | δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών |
comp., MS | δίκτυο |
el. | δίκτυο; ηλεκτρικό δίκτυο |
IT | τηλεπικοινωνιακό δίκτυο |
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
οπτικός (opticus) | |||
English thesaurus | |||
| |||
o | |||
optical effect | |||
opt. |
Optical : 630 phrases in 25 subjects |