operational | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός |
support | |
gen. | στατό |
coal. | υποστήριξη |
comp., MS | υποστήριξη |
construct. | βάθρο; στήριξη; εφέδρανο |
el. | υποστήριξη του νήματος |
math. | πεδίο ορισμού |
mech.eng. | καβαλέτο |
med. | υπόθεμα |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός | |||
σε κυκλοφορία; σε λειτουργία; έτοιμος προς κίνηση; έτοιμος προς λειτουργία | |||
English thesaurus | |||
| |||
opl | |||
op; oper; opnl |
Operational : 342 phrases in 39 subjects |