operational | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός |
navigation | |
environ. | ναυσιπλοΐα/πλοήγηση; πλοήγηση |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός | |||
σε κυκλοφορία; σε λειτουργία; έτοιμος προς κίνηση; έτοιμος προς λειτουργία | |||
English thesaurus | |||
| |||
opl | |||
op; oper; opnl |
Operational : 342 phrases in 39 subjects |