operational abbr. | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός |
command abbr. | |
gen. | διοίκηση; προστάζω; κυριαρχώ |
commun. | εντολή τηλεχειρισμού |
comp., MS | εντολή |
earth.sc. construct. | φορτίον υδροληψίας |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός | |||
σε κυκλοφορία; σε λειτουργία; έτοιμος προς κίνηση; έτοιμος προς λειτουργία | |||
English thesaurus | |||
| |||
opl | |||
op; oper; opnl |
Operational : 343 phrases in 39 subjects |