Normal | |
comp., MS | Κανονικό |
normal | |
gen. | συνήθης; σύνηθες |
agric. | κανονικός |
astronaut. transp. | κάθετα |
comp., MS | κανονικά |
response | |
agric. chem. | ανταπόκριση |
comp., MS | απόκριση |
environ. | Απάντηση; υπσμvημα αvτικρoύσεως |
IT | αρχέγονο απόκρισης |
law | αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως |
med. | απόκριση; αντενέργεια; απάντηση; αντίδραση |
mode | |
commun. | μέθοδος; μέθοδος λειτουργίας |
comp., MS | λειτουργία; λειτουργία |
el. | ρυθμός διάδοσης; ρυθμός |
math. | κορυφή |
stat. | επικρατούσα τιμή; τύπος |
stat. transp. | είδος συγκοινωνίας |
| |||
κανονικός | |||
κάθετα f | |||
κανονικά (Having a font weight that corresponds to a weight class value of 400 according to the OpenType specification) | |||
| |||
κανονικές τιμές | |||
| |||
Κανονικό (The name of a device profile that handles incoming calls by always notifying the user) | |||
| |||
συνήθης; σύνηθες | |||
English thesaurus | |||
| |||
NOR; NORM |
Normal : 581 phrases in 45 subjects |