network abbr. | |
chem. | πλέγμα |
commun. | δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών |
comp., MS | δίκτυο |
el. | δίκτυο; ηλεκτρικό δίκτυο |
IT | τηλεπικοινωνιακό δίκτυο |
Operation abbr. | |
el. | λειτουργία |
operation abbr. | |
comp., MS | λειτουργία |
econ. | απασχόληση |
el. | διαδικασία χειρισμού; χειρισμός |
lab.law. | επιχείρηση |
lab.law. mater.sc. | λειτουργία |
mech.eng. | χειρισμός μηχανής |
polit. loc.name. | πράξη |
transp. avia. | Χειρισμός |
AND abbr. | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
design abbr. | |
construct. | σχεδίαση |
earth.sc. el. | υπολογισμός; υπολογισμός σχεδίασης |
el. construct. | έργο; μελέτη; μελέτη οδού; πρόγραμμα; σχέδιο; σχεδιασμός |
environ. | σχέδιο |
engineering abbr. | |
gen. | μηχανολογία; εργασίες μηχανικής; μηχανοτεχνία |
environ. | μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός; σχεδιασμός |
IT | μηχανίκευση |
System abbr. | |
comp., MS | Σύστημα |
system abbr. | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
πλέγμα | |||
δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής | |||
κύκλωμα f | |||
δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών | |||
δίκτυο m (A group of computers or other devices, such as printers and scanners, that communicate either wirelessly or by using a physical connection, such as an Ethernet cable or a phone line) | |||
δίκτυο m; ηλεκτρικό δίκτυο | |||
τηλεπικοινωνιακό δίκτυο | |||
πλέγμα (plexus); δίκτυο m (plexus); σύμπλεγμα (plexus) | |||
| |||
δικτύωση δεδομένων | |||
διασύνδεση μέσω δικτύου | |||
ανταπόκριση | |||
English thesaurus | |||
| |||
A system of interconnected computers and the communication equipment used to connect them | |||
ntwk; nw | |||
All the signal resources pooled for the needs of multiplicity of equipments. (FRA) | |||
| |||
.net (Domain Name, Internet) |
Network : 2302 phrases in 54 subjects |