autonomous | |
med. | αυτόνομος; ανεξάρτητος |
grounding | |
cultur. | βερνίκωμα; βερνίκωση; επίχριση |
el. | σύνδεση με τη γή; γείωση |
min.prod. | προσάραξη |
transp. | ακινητοποίηση στο έδαφος; μη περαιτέρω εκτέλεση πτήσεων |
robotics | |
econ. | ρομποτική |
international | |
gen. | Διεθνής; διεθνές; διεθνής |
Challenge | |
chem. | γλυφοσινικό αμμώνιο |
challenge | |
gen. | αμφισβήτηση; προκαλώ; πρόκληση; διαδικασία προσφυγής; στοίχημα; πρόκληση; κρίσιμο θέμα |
econ. | Εξαίρεση |
law immigr. | συλλαμβάνω |
Multi : 776 phrases in 54 subjects |