attribute | |
commun. | χαρακτηριστικό γνώρισμα |
commun. agric. food.ind. | ιδιοχαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό γνώρισμα |
comp., MS | χαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό |
dat.proc. | Χαρακτηριστικό στοιχείο; ιδιοχαρακτηριστικό στοιχείου |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
pharma. environ. | ιδιότητα |
stat. | χαρακτηριστικό |
stat. tech. | ιδιότης |
utility theory | |
stat. | θεωρία χρησιμότητας |
model | |
gen. | πρότυπο,υπόδειγμα |
astronaut. transp. | tύπος |
cultur. | μακέττα; πρόπλασμα |
IT | μοντέλο δεδομένων; μοντέλο περιεχομένου |
med. | μοντέλο |
met. mech.eng. | καλούπι; πρότυπο |
Multi : 776 phrases in 54 subjects |