multi-access | |
commun. | πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση |
network | |
chem. | πλέγμα |
commun. | δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών |
comp., MS | δίκτυο |
el. | δίκτυο; ηλεκτρικό δίκτυο |
IT | τηλεπικοινωνιακό δίκτυο |
| |||
πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση | |||
πολλαπλές διασυνδέσεις | |||
English thesaurus | |||
| |||
MA (Alex Lilo) |
Multi Access : 8 phrases in 3 subjects |
Banking | 1 |
Communications | 6 |
Information technology | 1 |