multi-access | |
commun. | πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση |
Computer | |
comp., MS | Υπολογιστής |
computer | |
econ. | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
IT | υπολογιστής; ηλεχτρονικός υπολογιστής |
IT tech. | υπολογιστής αποθηκευμένου προγράμματος |
| |||
πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση | |||
πολλαπλές διασυνδέσεις | |||
English thesaurus | |||
| |||
MA (Alex Lilo) |
Multi Access : 8 phrases in 3 subjects |
Banking | 1 |
Communications | 6 |
Information technology | 1 |