modular abbr. | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
vehicle abbr. | |
chem. | μέσο; συνδετικό μέσο |
econ. | όχημα |
environ. | όχημα |
fin. | ενδιάμεση επιχείρηση |
food.ind. chem. | φορέας |
mater.sc. chem. | μέσο στερεώσεως; συγκολλητικό μέσο; συνεκτικό μέσο |
communication interface abbr. | |
IT | Διασύνδεση επικοινωνίας 2.Προσαρμογή επικοινωνίας |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular : 62 phrases in 17 subjects |